Thursday 21 August 2014

Γιατί Κάθε Καλοκαίρι Φωτογραφίζω Τα Κρίνα Της Θάλασσας - Why I Photograph Sea Lilies Every Summer



























Ζείδωρον όπως πάντα το τραγούδι της θάλασσας.
Σαν το γαλάζιο διαπασών ενός σύμπαντος δονήσεων, 
φως στα έγκατα του φιδιού, ταξιδεμός από άληχτους 
λυγμούς, νυγμούς και υπαινιγμούς
καθώς βουλιάζει το μπράτσο του ανδρα
στην άμμο της σάρκωσης. 

Αγνάντι πάντα άλλη γη που περιμένει.
Στις φλέβες της, ένθεν και κείθεν,
ένας σφυγμός νυκτερινός ψηλαφά ολα τα ανέφικτα.
Μα κι απ' τις δυό πλευρές του κυανού, υπάρχει κάτι κοινό.
Μια υπενθύμιση εκκωφαντικής ησυχίας:
Τα λένε κρίνα της θάλασσας 
και φυτρώνουν πάντα εκεί που δεν τα σπέρνουν.
Απρόσκλητα ως λευκές νησίδες, σταλακτίτες φωτιάς 
στην αμμοβολή του δαίμονα που παραφυλάει πίσω απ' τις λέξεις.
Δεν φέρνουνε καλές ειδήσεις τούτα εδώ, μήτε που παραπέμπουν 
σε λυτρώσεις θείες. Φύλακες ειναι της υπέρβασης 
των ματιών εκείνων, που σχίζουν το φλοιό του ορίζοντα
ώσπου να ξεδιψάσει η έρημος της αλεξιθυμίας.
Ποιός ευφάνταστος προσκυνητής
ή τάχα παραλογισμένος ποιητής
τα συσχέτισε με τη θεοτόκο;
Ποιος απατάγγελος εμπλέκεται 
στην ετήσια φάρσα της ακτής;
Μα αυτά τα άνθη έχουνε λόγχες αντί για πέταλα,
κίβδηλοι ήλοι εν αναμονή οι στήμονες, κι οι ρίζες τους
τα νεύρα είναι της αλμύρας που ηλεκτρίζουν 
τα γυμνά ριζικά των εκλεκτών.

Δεν ξέρω γιατί κάθε καλοκαίρι τα φωτογραφίζω.
Ξερω μονάχα πως θέλω άξιος να φανώ
που από παλιά μου εμπιστευτήκανε την γλώσσα τους.
Και πόσο άλλο να τους κρύβομαι; 
Κάποτε αυτά τα ίδια κρίνα
θα με κρίνουν.


................




Enlivening as always the song of the sea.  

Like an azure diapason of a universe of vibrations  
light in the depths of the snake, journey of 
unending sobbing, stinging and hinting  
as man's arm goes sinking   
in the sands of incarnation.

On the other side always another land waiting.  
In its veins, any side you choose
a nocturnal pulse palpates all unattainable.  
Cos both sides of the blue, share something in common.  
A reminder of deafening silence:  
They call them sea lilies  
and they always grow where nobody sows.  
Uninvited as white islets, stalactites of fire  
in the sandblasting of demon lurking behind words.
These ones don't bring good news, nor mentioning
to holy salvations. They are just sentinels of excess, 
of the eyes which tear horizon's bark
until the desert of alexithymia is quenched.
Who imaginative pilgrim
or supposedly insane poet
correlated them with Virgin Mary?
Who fraudangel is involved to
the annual farce of the coast?
For these flowers have spears instead of petals
spurious spikes pending for stamens, and their roots
are the nerves of saltiness electrifying
the bare destinies of chosen ones.

I don't know why I photograph them every summer. 
I only know I want to be trustworthy to them
for granting me with their language.
And for how long should I hide?
Some day the same lilies will judge me after all.


  



Panagiotis Xourafas